πάλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάλεμα | τα | παλέματα |
γενική | του | παλέματος | των | παλεμάτων |
αιτιατική | το | πάλεμα | τα | παλέματα |
κλητική | πάλεμα | παλέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάλεμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάλεμα
|