πάνιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάνιασμα τα πανιάσματα
      γενική του πανιάσματος των πανιασμάτων
    αιτιατική το πάνιασμα τα πανιάσματα
     κλητική πάνιασμα πανιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάνιασμα < πανιάζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάνιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]