πέθαμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το πέθαμα
      γενική
    αιτιατική το πέθαμα
     κλητική πέθαμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

[επεξεργασία]
πέθαμα < πεθαίνω (αοριστικό θέμα πεθαν-) + -μα[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέθαμα ουδέτερο (δημοτική)

  • ο θάνατος[2][3]
    ※  Η μάθηση της αρχαίας Ελληνικής είναι το πέθαμα της καθαρέβουσας, το τελειωτικό ζωντάνεμα της Νεοελληνικής
    Γιάννης Ψυχάρης, Μεγάλη ρωμαίϊκη επιστημονική γραμματική, τόμ. Β΄ (Αθήνα - Παρίσι, 1935), σ. 29. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-04-08.
    ※  Ένοιωθα μόνο να με κυττάζει αντίκρυα η αρρώστεια μου, με τα γιαλένια της μάτια. Και τράβηξα για το σπίτι γοργά. Εκεί τότε θάλεγα: Μάνα, στρώσε μου. Και θάπεφτα στα σκουτιά κατακέφαλα. Δεν θες νάμουν κι εγώ για πέθαμα τέλειος και να μ' άφηναν εκείνοι οι αντίπαλοι σε κάνα πεδίο της μάχης;
    Γιάννης Σκαρίμπας, Το σόλο του Φίγκαρω [1939], επιμέλεια: Κατερίνα Κωστίου (Αθήνα: Νεφέλη, 1992), σσ. 61-62.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Με αφομοίωση [nm] > [mm] και απλοποίηση [mm] > [m] (→ δείτε τη λέξη πεθαμός).
  2. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 84. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2022-04-08.
  3. Δ. Φωστέρης και Ι.Ι. Κεσίσογλου, Λεξιλόγιο του Αραβανί, πρόλογος: Ν.Π. Ανδριώτης (Αθήνα: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1960), σσ. 3 & 37. Στην Πολυτροπική Βάση Γραπτών και Προφορικών Πηγών του Πανεπιστήμιου Πατρών· πρόσβαση: 2022-04-08.