προσταγλανδίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσταγλανδίνη οι προσταγλανδίνες
      γενική της προσταγλανδίνης των προσταγλανδινών
    αιτιατική την προσταγλανδίνη τις προσταγλανδίνες
     κλητική προσταγλανδίνη προσταγλανδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσταγλανδίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prostaglandin < γερμανική Prostaglandin < αρχαία ελληνική προστάτης < προΐστημι + λατινική glandula < glans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσταγλανδίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]