πρόσβαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpro.zva.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σβα‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]πρόσβαρος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) που είναι περισσότερο βαρύς από το κανονικό
- (ουσιαστικοποιημένο) πρόσβαρο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρόσβαρος
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόσβαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρόσβαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)