ρέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρέλι | τα | ρέλια |
γενική | του | ρελιού | των | ρελιών |
αιτιατική | το | ρέλι | τα | ρέλια |
κλητική | ρέλι | ρέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική regli, πληθυντικός αριθμός του reglio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρέλι ουδέτερο
- στενόμακρο υφασμάτινο κομμάτι που ενισχύει τις άκρες υφάσματος, ταπετσαρίας, χαλιού κ.ο.κ.
- στενόμακρη χάρτινη λωρίδα που ενισχύει τις άκρες ενός φύλλου χαρτιού ή ενός βιβλίου
- (ναυτικός όρος, στον πληθυντικό) ρέλια: τα προστατευτικά κάγκελα ενός πλοίου
- Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ρέλι στη Βικιπαίδεια