ρέφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρέφα
      γενική της ρέφας
    αιτιατική τη ρέφα
     κλητική ρέφα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρέφα < ρεφ(άρω) + (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾe.fa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρέφα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]