ραδιοβοήθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραδιοβοήθημα < ραδιο- + βοήθημα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio aid)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραδιοβοήθημα ουδέτερο
- (τεχνολογία) συσκευή ή σύστημα που χρησιμοποιείται για την υποβοήθηση της πλοήγησης και επικοινωνίας μέσω ραδιοκυμάτων, συχνά σε αεροναυτιλία ή θαλάσσια πλοήγηση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ραδιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)