σάλτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
γενική | του | σάλτου | των | σάλτων |
αιτιατική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
κλητική | σάλτο | σάλτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σάλτο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σάλτο μορτάλε: πολύ ριψοκίνδυνη ενέργεια