σέλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέλωμα | τα | σελώματα |
γενική | του | σελώματος | των | σελωμάτων |
αιτιατική | το | σέλωμα | τα | σελώματα |
κλητική | σέλωμα | σελώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέλωμα ουδέτερο
- η τοποθέτηση σέλας πάνω σε ζώο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σέλωμα
|