τάξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάξη οι τάξεις
      γενική της τάξης* των τάξεων
    αιτιατική την τάξη τις τάξεις
     κλητική τάξη τάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τάξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια άδεια τάξη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τάξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάξις < τάττω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈta.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐ξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τάξη θηλυκό

  1. η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του
  2. η κατάσταση που προκύπτει από την τήρηση των κανόνων και των νόμων
    υπουργείο δημοσίας τάξεως, ησυχία, τάξη και ασφάλεια
  3. υποδιαίρεση ενός συνόλου
  4. αξιολογική κατηγορία
    Αυτό το κρασί είναι πρώτης τάξεως
  5. (εκπαίδευση) το σύνολο των μαθητών ενός σχολείου που παρακολουθούν τα ίδια μαθήματα
    Η Α΄ τάξη έχει αυτήν την ώρα Γυμναστική.
  6. (εκπαίδευση) η σχολική αίθουσα
  7. (κοινωνιολογία) υποδιαίρεση του κοινωνικού σώματος με κριτήριο την κοινωνική θέση, το επάγγελμα, το εισόδημα ή τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής
    κοινωνικές τάξεις, επαγγελματικές τάξεις, παραγωγικές τάξεις
  8. (ταξινομία) υποδιαίρεση ταξινομικής βαθμίδας ανώτερη από την οικογένεια και χαμηλότερη από την ομοταξία
    Οι ομοταξίες διαιρούνται σε τάξεις και οι τάξεις σε οικογένειες.
    διαγλωσστικός λατινικός όρος: ordo
    → δείτε τις λέξεις μικρόταξη, ανθυποτάξη, ενδοτάξη, υπόταξη, υποτάξη, υπέρταξη και υπερτάξη
  9. (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) το πλήθος των παραμέτρων μιάς συνάρτησηςκατηγορήματος) ή το πλήθος των τελεστέων μιάς πράξης
     συνώνυμα: βαθμός

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]