τέμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τεμενάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέμενος τα τεμένη
      γενική του τεμένους των τεμενών
    αιτιατική το τέμενος τα τεμένη
     κλητική τέμενος τεμένη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκίτσο μουσουλμανικού τεμένους

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέμενος < τέμνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέμενος ουδέτερο

  1. ο αρχαίος χώρος και έδαφος για τη λατρεία θεού ή ήρωα
  2. (ισλαμισμός) το συνώνυμο του τζαμί
  3. (μεταφορικά) το ίδρυμα για την καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέμενος τὰ τεμένη
τεμένε
      γενική τοῦ τεμένους
αιολικός τεμένηος
τεμένεος
τῶν τεμενῶν
τεμενέων
      δοτική τῷ τεμένει
τεμένεῐ̈
τοῖς τεμένεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τέμενος τὰ τεμένη
τεμένεα
     κλητική ! τέμενος τεμένη
τεμένεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεμένει & τεμένεε
γεν-δοτ τοῖν  τεμενοῖν & τεμενέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέμενος < θέμα τεμε- < τεμα- όπως στο ρήμα τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₁- + -νος. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀳𐀕𐀜 (te-me-no)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέμενος, -εος/-ους ουδέτερο

  1. κομμάτι γης που ανήκει σε βασιλείς και ηγεμόνες
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 578 (577-580)
    ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς, | ἔνθα μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι | πεντηκοντόγυον, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, | ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι.
    να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρόν της Καλυδώνος | το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων, | εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο, | τ᾽ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 185 (184-186)
    ἀλλὰ ἕκηλος | Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας | δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾽ ἀλεγύνειν·
    ήσυχος | ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει | άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ᾽ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποιο θεό
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 112.2
    περιοικέουσι δὲ τὸ τέμενος τοῦτο Φοίνικες Τύριοι, καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὁ συνάπας Τυρίων στρατόπεδον. ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῦ Πρωτέος ἱρὸν τὸ καλέεται ξείνης Ἀφροδίτης.
    γύρω στο τέμενος κατοικούν Φοίνικες από την Τύρο, και όλη αυτή η περιοχή ονομάζεται Στρατόπεδο των Τυρίων. Στο τέμενος μάλιστα του Πρωτέα υπάρχει ιερό που ονομάζεται της Ξένης Αφροδίτης·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (γενικότερα) ιερός τόπος
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 99.3
    ἐτείχιζον οὖν ἐξελθόντες ἀπὸ τῆς σφετέρας πόλεως ἀρξάμενοι, κάτωθεν τοῦ κύκλου τῶν Ἀθηναίων ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγοντες, τάς τε ἐλάας ἐκκόπτοντες τοῦ τεμένους καὶ πύργους ξυλίνους καθιστάντες.
    Βγήκαν από την πόλη τους και άρχισαν να χτίζουν εγκάρσιο τείχος από το σημείο της πολιτείας που βρίσκεται πιο κάτω από το κυκλικό αθηναϊκό τείχος. Έκοβαν τις ελιές του ιερού χώρου κι έχτιζαν ξύλινους προμαχώνες.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. ναός ή ιερό
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 135.1
    τότε δὲ θῶμά μοι μέγιστον γενέσθαι λέγεται ὑπὸ Θηβαίων· ἐλθεῖν ἄρα τὸν Εὐρωμέα Μῦν, περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια, καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος.
    Τότε, όπως αφηγούνται οι Θηβαίοι, έγινε ένα καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, θαύμα· δηλαδή ο Μυς αυτός από τον Εύρωμο, κάνοντας το γύρο των μαντείων, έφτασε και στο τέμενος του Πτώου Απόλλωνος.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.