υαλοβάμβακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοβάμβακας οι υαλοβάμβακες
      γενική του υαλοβάμβακα των υαλοβαμβάκων
    αιτιατική τον υαλοβάμβακα τους υαλοβάμβακες
     κλητική υαλοβάμβακα υαλοβάμβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υαλοβάμβακας < (ύαλος) υαλο- + βάμβακας < βάμβαξ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fibreglass)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.a.loˈvaɱ.va.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐α‐λο‐βάμ‐βα‐κας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υαλοβάμβακας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]