υαλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υαλουργία θηλυκό
- το να κατασκευάζει κάποιος διάφορα πράγματα από γυαλί
- υαλουργείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υαλουργία