φάγναλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάγναλο | τα | φάγναλα |
γενική | του | φάγναλου | των | φάγναλων |
αιτιατική | το | φάγναλο | τα | φάγναλα |
κλητική | φάγναλο | φάγναλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάγναλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάγναλο ουδέτερο
- (φυτό) Phagnalum graecum (Φάγναλο το ελληνικό), το ασπροθύμαρο