φάκελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φάκελος οι φάκελοι
      γενική του φακέλου
φάκελου
των φακέλων
    αιτιατική τον φάκελο τους φακέλους
φάκελους
     κλητική φάκελε φάκελοι
Η γενική του φάκελου, για επιστολές.
Και προφορικός πληθυντικός, τα φάκελα
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας φάκελος επιστολών
ένας φάκελος για έγγραφα
λίστα φακέλων (αριστερά) σε οθόνη υπολογιστή
γυναίκα που φοράει φούστα φάκελο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φάκελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάκελος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enveloppe[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfa.ce.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐κε‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φάκελος αρσενικό

  1. θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
  2. διπλωμένο χοντρό χαρτί για το φύλαγμα χαρτιών, επιστολών, αποδείξεων, κ.λπ.
    → και δείτε τη λέξη ντοσιέ
  3. πληροφορίες που κρατιούνται για ένα άτομο από την αστυνομία ή άλλες αρχές
  4. (πληροφορική) λογικός ονοματισμένος χώρος σε δίσκο ή άλλο μέσο, συνήθως με ιεραρχική δομή δένδρου (tree), για την αποθήκευση αρχείων ή άλλων φακέλων (υποφακέλων). [2]
     συνώνυμα: κατάλογος
  5. (ενδυμασία, συνήθως για φούστα) που διπλώνει σαν φάκελος

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]