φάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάρα οι φάρες
      γενική της φάρας
    αιτιατική τη φάρα τις φάρες
     κλητική φάρα φάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φάρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική fara (σπόρος, γένος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φάρα θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]