φέγγρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέγγρισμα τα φεγγρίσματα
      γενική του φεγγρίσματος των φεγγρισμάτων
    αιτιατική το φέγγρισμα τα φεγγρίσματα
     κλητική φέγγρισμα φεγγρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φέγγρισμα < φεγγρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φέγγρισμα ουδέτερο

  1. όταν κάτι είναι ημιδιαφανές, η κατάσταση του ημιδιαφανούς
  2. το έντονο αδυνάτισμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]