χάλκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάλκωμα < αρχαία ελληνική χάλκωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλκωμα ουδέτερο
- σκεύος από χαλκό
- (λαογραφία) η προίκα των κοριτσιών, με βασικό κομμάτι τα χάλκινα σκεύη, τα κουζινικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χάλκωμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάλκωμα < χαλκός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλκωμα ουδέτερο και χάλχωμα
- ο,τιδήποτε από χαλκό (τσουκάλι, όργανο μουσικής, εργαλείο, όπλο, ασπίδα)
- το χάλκινο τμήμα ενός αντικειμένου (π.χ. της λύρας) συχνά σε αντιπαραβολή προς "τό ξύλον" (δηλαδή τα ξύλινα μέρη του ίδιου αντικειμένου)
- το επιχαλκωμένο τμήμα αντικειμένου (π.χ. της ασπίδας)
- ακρόπρωρο του πλοίου και μεταλλικό έμβολο
- δίσκος, πινάκιο από χαλκό ή τετράγωνο φύλλο χαλκού για καταγραφή αρχείων ή σημειώσεων (ελληνιστική εποχή)