χάνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάνης | οι | χάνες |
γενική | του | χάνη | των | χανών |
αιτιατική | τον | χάνη | τους | χάνες |
κλητική | χάνη | χάνες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάνης αρσενικό
- άλλη μορφή του χαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χαν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χάνης
|