χάσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάσκα < χάσκ(ω) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxa.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐σκα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χάσκα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χάσκα
      γενική της χάσκας
    αιτιατική τη χάσκα
     κλητική χάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χάσκα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]