χάσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxa.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐σκα
Επίρρημα
[επεξεργασία]χάσκα
- με ανοιχτό το στόμα, που χάσκει
- ↪ Άλλοι Πάσχα κι άλλοι χάσκα. (Παροιμία από τους Παξούς)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάσκα | ||
γενική | της | χάσκας | ||
αιτιατική | τη | χάσκα | ||
κλητική | χάσκα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χάσκα θηλυκό
- (λαογραφία) έθιμο της Κυριακής της Τυρινής κατά το οποίο μια ομάδα ανθρώπων, που στέκονται σε κύκλο και με τα χέρια πίσω τους, προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα αβγό, που είναι δεμένο σ' ένα σπάγκο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χάσκα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χάσκα σελ.7807 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- χάσκα (θηλυκό / επίρρημα) - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)