χέδρωπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέδρωπας οι χέδρωπες
      γενική του χέδρωπα των χεδρώπων
    αιτιατική τον χέδρωπα τους χέδρωπες
     κλητική χέδρωπα χέδρωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέδρωπας < χέδρωψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χέδρωπας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]