χέδρωπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χέδρωπας | οι | χέδρωπες |
γενική | του | χέδρωπα | των | χεδρώπων |
αιτιατική | τον | χέδρωπα | τους | χέδρωπες |
κλητική | χέδρωπα | χέδρωπες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χέδρωπας < χέδρωψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χέδρωπας αρσενικό