χέρσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέρσωμα τα χερσώματα
      γενική του χερσώματος των χερσωμάτων
    αιτιατική το χέρσωμα τα χερσώματα
     κλητική χέρσωμα χερσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέρσωμα < χερσώνω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χέρσωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χερσώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]