χέστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χέστρα | οι | χέστρες |
γενική | της | χέστρας | — | |
αιτιατική | τη | χέστρα | τις | χέστρες |
κλητική | χέστρα | χέστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χέστρα < αρχαία ελληνική χέζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]🚾
η χέστρα θηλυκό