ψέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ΠΣΕΚΑ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψέκα οι ψέκες
      γενική της ψέκας των ψεκών
    αιτιατική την ψέκα τις ψέκες
     κλητική ψέκα ψέκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψέκα < ψεκασμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψέκα θηλυκό

  • (νεολογισμός) η πίστη σε ανύπαρκτες συνωμοσίες ή ακραίες απόψεις
    ※  Τα κόμματα της "Ψέκας"... (capital.gr, 20 Ιουλίου 2021 [1])
    ※  Μπορεί η Ελλάδα να είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της ψέκας και της συνωμοσιολογίας, αλλά... (Το γονίδιο της αναισθησίας, koutipandoras.gr, 06/07/2021 [2])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ψέκα αρσενικό