ψαθοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψαθοποιείο ουδέτερο
- η βιοτεχνία ή το εργαστήριο όπου κατασκευάζονται ψάθες για διάφορες χρήσεις -παλιότερα ήταν και ο χώρος επιδιόρθωσης των ψάθινων ειδών π.χ. ομπρελών, στρωμάτων, καρεκλών κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαθοποιείο
|