ψαθυρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψαθυρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα των υλικών να σπάνε, να θραύονται, χωρίς να προηγηθεί σημαντική παραμόρφωσή τους. Όσα υλικά έχουν αυτή την ιδιότητα ονομάζονται ψαθυρά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαθυρότητα