ωοθηκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωοθηκικός < ωοθήκη
Επίθετο
[επεξεργασία]ωοθηκικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ωοθήκη
ωοθηκικός, -ή, -ό