ωράριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οράριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωράριο τα ωράρια
      γενική του ωραρίου
ωράριου
των ωραρίων
    αιτιατική το ωράριο τα ωράρια
     κλητική ωράριο ωράρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωράριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική horaire χρησιμοποιώντας την προδρομική μορφή της μεσαιωνική λατινική horarium (< λατινική hora < αρχαία ελληνική ὥρα) + -ο. Δεν σχετίζεται με τη μεσαιωνική ελληνική ὡράριον (μαντίλι) < λατινική orarium[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oˈɾa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρά‐ρι‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωράριο ουδέτερο

  1. οι ώρες που εργάζεται κάποιος
  2. ο πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες λειτουργίας μιας επιχείρησης, υπηρεσίας κ.λπ.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]