όλκιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | όλκιμος | η | όλκιμη | το | όλκιμο |
γενική | του | όλκιμου | της | όλκιμης | του | όλκιμου |
αιτιατική | τον | όλκιμο | την | όλκιμη | το | όλκιμο |
κλητική | όλκιμε | όλκιμη | όλκιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όλκιμοι | οι | όλκιμες | τα | όλκιμα |
γενική | των | όλκιμων | των | όλκιμων | των | όλκιμων |
αιτιατική | τους | όλκιμους | τις | όλκιμες | τα | όλκιμα |
κλητική | όλκιμοι | όλκιμες | όλκιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όλκιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅλκιμος < ὁλκή < ἕλκω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ductile) [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]όλκιμος, -η, -ο
- (τεχνολογία) που μπορεί, μετά από ανάλογη επεξεργασία, να μετατραπεί σε σύρμα ή νήμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ολκιμότητα / καθαρεύουσα: ὁλκιμότης
- → δείτε τη λέξη έλκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ όλκιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)