όπλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ΟΠΛΑ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όπλο τα όπλα
      γενική του όπλου των όπλων
    αιτιατική το όπλο τα όπλα
     κλητική όπλο όπλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρχαία κινέζικα όπλα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όπλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅπλον (εργαλείο) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική arme[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.plo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όπλο ουδέτερο

  1. καθετί που χρησιμεύει για την άμυνα ή την επίθεση
  2. ο στρατός
  3. στρατιωτικό μάχιμο σώμα
  4. εφόδιο για επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • για την τιμή των όπλων: για την αξιοπρέπεια, για την καλή υπόληψη

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
οπλ- 

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]