όργητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όργητα | οι | όργητες |
γενική | της | όργητας | — | |
αιτιατική | την | όργητα | τις | όργητες |
κλητική | όργητα | όργητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όργητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄργητα. Αναλύεται σε οργ(ή) + -ητα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈoɾ.ʝi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : όρ‐γη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όργητα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η οργή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όργητα
→ δείτε τη λέξη οργή |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)