όρθωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όρθωση | οι | ορθώσεις |
γενική | της | όρθωσης* | των | ορθώσεων |
αιτιατική | την | όρθωση | τις | ορθώσεις |
κλητική | όρθωση | ορθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όρθωση < αρχαία ελληνική ὄρθωσις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική orthosis)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όρθωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ορθώνω
- (ειδικότερα, ιατρική) αποκατάσταση ορθοπαιδικών ή κινητικών προβλημάτων
- (ειδικότερα, ιατρική) είδος νάρθηκα που είτε εμποδίζει είτε βοηθά την κίνηση ενός άκρου ή της σπονδυλικής στήλης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)