όρου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ορού

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

όρου αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Παρώνυμα

[επεξεργασία]