όρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρχος | οι | όρχοι |
γενική | του | όρχου | των | όρχων |
αιτιατική | τον | όρχο | τους | όρχους |
κλητική | όρχε | όρχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όρχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όρχος αρσενικό
- ο στρατιωτικός σχηματισμός που σε καιρό πολέμου φροντίζει για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και την επισκευή διαφόρων υλικών
- το σύνολο των στρατιωτικών οχημάτων
- ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όρχος
|