ύφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὕφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύφος τα ύφη
      γενική του ύφους των υφών
    αιτιατική το ύφος τα ύφη
     κλητική ύφος ύφη
Σπάνιος ο πληθυντικός
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ύφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕφος (αρχαία σημασία: ύφανση) < ὑφή < ὑφαίνω
για τον όρο γλωσσολογίας < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική register [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύφος ουδέτερο

  1. ο τόνος της φωνής και η έκφραση του προσώπου που δείχνουν την ψυχική διάθεση
    μου απάντησε με πολύ αυστηρό ύφος
  2. (ειδικότερα) το υπεροπτικό ή σπουδαιοφανές στοιχείο στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου
    Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ ύφος.
    → δείτε και τη λέξη υφάκι
  3. (λογοτεχνία) ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο κάποιος γράφει ή μιλάει
    το ύφος του συγγραφέα είναι απλό αλλά γλαφυρό
  4. (γλωσσολογία) η επιλογή του τρόπου γραφής ή ομιλίας ανάλογα με την περίσταση, με το περιβάλλον, το περικείμενο
     συνώνυμα: επίπεδο ύφους
    ανεπίσημο ύφος: «Μιλάτε συχνά στο τηλέφωνο;»
    επίσημο ύφος: «Ομιλείτε, παρακαλώ!»
    ※  επίσημο, δραματικό, παρωχημένο ύφος: «Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος.» (ραδιοφωνικό μήνυμα του Μακάριου, Ιούλιος 1974)
    → δείτε και τις  Υφολογικές κατηγορίες στο Βικιλεξικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

προσωπικός τρόπος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]