ἀγάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγάομαι < ποιητικός τύπος του ἄγαμαι

ἀγάομαι

  1. θαυμάζω, απορώ
  2. φθονώ, ζηλεύω