ἀμάντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμάντα

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμάντα < γαλλική amende (μεσαιωνικός τύπος: amande)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμάντα θηλυκό (επίσης αποτελεί κυπριακό ιδίωμα)

  1. (για εμπόλεμη κατάσταση) βελτίωση, καλυτέρευση
  2. (για ψυχική κατάσταση) ανακούφιση, θεραπεία
  3. έλεος, οίκτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]