ἀμαντιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμαντιάζω < γαλλική amender (μεσαιωνικός τύπος: amander) + -ιάζω

ἀμαντιάζω

  1. επανορθώνω
     συνώνυμα: ἀμαντίζω
  2. αποζημιώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]