ἀποκρέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποκρέ αἱ ἀποκρέαι
      γενική τῆς ἀποκρέᾱς τῶν ἀποκρεῶν
      δοτική τῇ ἀποκρέ ταῖς ἀποκρέαις
    αιτιατική τὴν ἀποκρέᾱν τὰς ἀποκρέᾱς
     κλητική ! ἀποκρέ ἀποκρέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκρέ
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκρέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποκρέα < ἀπόκρεως < ἀπό + κρέως < κρέας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀποκρέα

  1. Αποκριά
    Κυριακῇ τῆς ἀποκρέας. Τῇ δὲ κυριακῇ τῆς τῶν κρεῶν ἀπουσίας ἐπὶ μὲν τῆς βασιλικῆς τραπέζης φίλους οὐ δεῖ συγκαλεῖσθαι. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί τῆς Βασιλείου Τάξεως, 759, 18)