ἄνθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άνθος, ανθός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄνθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄνθος ουδέτερο

  1. (λουλούδι) το άνθος, το λουλούδι
  2. (μεταφορικά) η χάρη, η δροσιά ('ανθρώπου, προσώπου)
  3. (μεταφορικά) στολίδι
  4. (προσφώνηση) αγαπημένου προσώπου
  5. (μεταφορικά) εκλεκτό μέρος ενός συνόλου, η αφρόκρεμα
  6. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα, ο καρπός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • ἄθος, και γραφή ἄθθος
    → δείτε και τη λέξη άθος (ιδιωματικοί νεοελληνικοί τύποι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και




Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄνθος τὰ ἄνθη
      γενική τοῦ ἄνθους τῶν ἀνθέων - ἀνθῶν
      δοτική τῷ ἄνθει τοῖς ἄνθεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄνθος τὰ ἄνθη
     κλητική ! ἄνθος ἄνθη
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνθει
γεν-δοτ τοῖν  ἀνθοῖν
Με δύο γενικές πληθυντικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «ἄνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ἄνθος, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂endʰos. Συγγενή: σανσκριτική अन्धस् (ándhas, μυθικό ιερό φυτό, πόα, βότανο), αλβανική endë, παλαιά αρμενική անդ (and, λιβάδι).[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄνθος, -ους ουδέτερο

  1. (βοτανική) άνθος, λουλούδι
  2. (βοτανική) μπουμπούκι
  3. (βοτανική) βλαστάρι
  4. (μεταφορικά) καθαρότητα, λαμπρότητα
  5. (μεταφορικά) νεότητα, ακμή
  6. (μεταφορικά) αποκορύφωμα, ακμή
  7. (μεταφορικά) γλαφυρότητα
  8. (μεταφορικά) ανθολογία

Παράγωγα

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ἀνθ- 

και

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ἄνθος (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: ἄνθος, ἀθθός
νέα ελληνικά: άνθος
νέα ελληνικά: ανθός

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄνθος οἱ ἄνθοι
      γενική τοῦ ἄνθου τῶν ἄνθων
      δοτική τῷ ἄνθ τοῖς ἄνθοις
    αιτιατική τὸν ἄνθον τοὺς ἄνθους
     κλητική ! ἄνθε ἄνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνθω
γεν-δοτ τοῖν  ἄνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ἄνθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄνθος, -ου αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 104-105 σελ. 104 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.