-άκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.ci/
ομόηχο: -άκη

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -άκι τα -άκια
      γενική
    αιτιατική το -άκι τα -άκια
     κλητική -άκι -άκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Από την παλαιότερη κλίση σε -ιον
λείπουν οι γενικές ενικού -ίου και πληθυντικού -ίων
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-άκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -άκιν < ελληνιστική κοινή -άκιον (-ακ+-ιον) < αρχαία ελληνική ουσιαστικά σε -ξ (όπως ῥύαξ > ελληνιστικό ῥυάκιον)[1]

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άκι ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

υποκοριστικά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

λέξεις που λήγουν σε -άκι που χωρίς υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
-άκι < γενική ενικού του επιθήματος αρσενικών επωνύμων σε -άκις

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άκι θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • -άκη (γυναικεία επώνυμα, από τα ανδρικά σε -άκης. Συνηθέστερο)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
-άκι: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθήματος

[επεξεργασία]

-άκι αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άκι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -άκιον (-ακ+-ιον) με αποβολή του [οn] < αρχαία ελληνική ουσιαστικά σε -ξ (όπως ῥύαξ > ελληνιστικό ῥυάκιον)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άκι ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]