Αγίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αγίασμα | τα | Αγιάσματα |
γενική | του | Αγιάσματος | των | Αγιασμάτων |
αιτιατική | το | Αγίασμα | τα | Αγιάσματα |
κλητική | Αγίασμα | Αγιάσματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αγίασμα < αγίασμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈʝi.a.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γί‐α‐σμα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγίασμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)