Θεοφανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Θεοφανώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφανώ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Θεοφανώ θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Θεοφάνης
  2. (ιστορία) αυτοκράτειρες και μέλη της βυζαντινής αυλής

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Θεοφανώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Θεοφανώ θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]