Παλληνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παλληνιώτισσα < Παλληνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.liˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παλ‐λη‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παλληνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παλληνιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παλληνιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Παλλήνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλληνιώτης
Παλληνιώτισσα
|