Σαλεσιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαλεσιώτισσα < Σαλεσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.leˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐λε‐σιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαλεσιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σαλεσιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Σάλεσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαλεσιώτης
Σαλεσιώτισσα
|