Τάρταρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Τάρταρα < τάρταρα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο Τάρταρος τα Τάρταρα
      γενική του Ταρτάρου * των Ταρτάρων
    αιτιατική τον Τάρταρο τα Τάρταρα
     κλητική Τάρταρε Τάρταρα
Και προφορικό, του Τάρταρου.
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τάρταρα ουδέτερο

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Τάρταρα < γενική ενικού του αρσενικού Τάρταρας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τάρταρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Τάρταρα αρσενικό