Φαριώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φαριώτισσα οι Φαριώτισσες
      γενική της Φαριώτισσας των Φαριωτισσών
    αιτιατική τη Φαριώτισσα τις Φαριώτισσες
     κλητική Φαριώτισσα Φαριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φαριώτισσα < Φαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /faɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φα‐ριώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φαριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → και δείτε τη λέξη Φάρος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φαριώτης