Ψαραδέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ψαραδέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Ψαραδέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψαραδέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ψαραδέλλης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Ψαραδέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Ψαραδέλλης