άπατη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.pa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πα‐τη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άπατη θηλυκό
Δείτε επίσης : Ἀπάτη, ἀπάτη, απάτη |
άπατη θηλυκό